Είναι
αυτονόητο ότι οι σπόροι αποτελούν τη βάση της ζωικής και ανθρώπινης
διατροφής. H συγκέντρωση εξουσίας σε θέματα παραγωγής και διακίνησής
τους, θέτει σε κίνδυνο τη διατροφική μας επάρκεια, ασφάλεια και
ανεξαρτησία και τελικά, τη δημοκρατία.
Λόγω
της ισχύουσας νομοθεσίας, στη σημερινή Ευρώπη έχουν δημιουργηθεί
μεγάλα προβλήματα γύρω από τους σπόρους και ταυτόχρονα έχει αναπτυχθεί
ένα δυναμικό ευρωπαϊκό κοινωνικό κίνημα που διασώζει, διαδίδει και
βελτιώνει τους παραδοσιακούς σπόρους, ενώ ζητά άμεση αλλαγή της
ισχύουσας νομοθεσίας Tα ατοπήματα στον τομέα των σπόρων και του
υπόλοιπου πολλαπλασιαστικού υλικού, δεν επικεντρώνονται μόνο στους
γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς (ΓΤΟ ή «μεταλλαγμένα»), αλλά
επεκτείνονται και στους σπόρους που δεν έχουν υποστεί γενετική
τροποποίηση. Αυτή την πιο άγνωστη πλευρά, πραγματεύεται το παρόν άρθρο.
Αρχικά οι σπόροι παράγονταν αποκλειστικά από αγρότες οι οποίοι έχουν προσφέρει στην κοινωνία εκπληκτικές καινοτομίες «εξημερώνοντας» και βελτιώνοντας τα διάφορα άγρια είδη και δημιουργώντας τα σημερινά καλλιεργούμενα τρόφιμα όπως το σιτάρι, το καλαμπόκι το ρύζι κ.λπ. Αργότερα, ένα μέρος της γενετικής βελτίωσης πέρασε στα χέρια δημόσιων ερευνητικών Ινστιτούτων που επίσης έκαναν εξαιρετική δουλειά προσφέροντας με τη σειρά τους στην κοινωνία πολύ σημαντικές ποικιλίες αγροτικών φυτών.
Τις τελευταίες όμως δεκαετίες επειδή ενισχύθηκε η ιδιωτικοποίηση της σποροπαραγωγής, οι δημόσιοι βελτιωτές δεν χρηματοδοτούνται επαρκώς ενώ ουσιαστικά αυξήθηκε σε μεγάλο βαθμό η δύναμη και η συγκέντρωση της ιδιωτικής βιομηχανίας σποροπαραγωγής σε βαθμό που εξαλείφονται τα προσχήματα για υποτιθέμενο «υγιή ανταγωνισμό». Θα διαπραγματευθούμε λοιπόν πιο κάτω τη σημερινή πραγματικότητα δηλαδή τους «σπόρους της βιομηχανίας» σε αντιδιαστολή με τους «σπόρους των αγροτών».
Σπόροι της βιομηχανίας
Οι σπόροι της ιδιωτικής βιομηχανίας σποροπαραγωγής αποτελούν στην πράξη ιδιωτικό αγαθό καθώς καλύπτονται από πνευματικά δικαιώματα (ή πατέντες στην περίπτωση των ΓΤΟ). Τα υβρίδια F1 των σπόρων της βιομηχανίας διασπώνται στη δεύτερη γενιά και έτσι ο σπόρος που ενδεχόμενα να κρατήσει ο αγρότης, δεν αναπαράγεται σωστά. Επομένως, είτε για νομικούς ή για πρακτικούς λόγους ο αγρότης δεν μπορεί να κρατήσει σπόρο για την επόμενη χρονιά δηλαδή πρέπει να τον αγοράσει ξανά από τις εταιρίες.
Οι σπόροι αυτοί έχουν μεγάλη παραγωγικότητα αλλά είναι ταυτόχρονα και ευπαθείς, δηλαδή απαιτούν σημαντικές εισροές λιπασμάτων και παρασιτοκτόνων κατά τη διάρκεια της καλλιέργειάς τους. Επομένως οι σπόροι της βιομηχανίας εντείνουν την εξάρτηση του αγρότη σε εισροές και σε αγορά νέου σπόρου κάθε χρόνο. Είναι ποικιλίες κατάλληλες για την εντατική γεωργία. Η δημιουργία τους βασίζεται σε βελτίωση των παλιών σπόρων και των άγριων ειδών αλλά η νομοθεσία επιτρέπει στις εταιρίες να μην αποκαλύπτουν τις πηγές τους, δηλαδή να χρησιμοποιούν δωρεάν και χωρίς καταγραφή τον αρχικό φυσικό πόρο ο οποίος αποτελεί δημόσιο αγαθό. Οι σπόροι της βιομηχανίας έχουν συνήθως μια «στενή γενετική βάση» (μειωμένο αριθμό γονιδίων)
Σπόροι των αγροτών
Οι σπόροι των αγροτών (παλιοί και νέοι σπόροι που βελτιώνονται από αγρότες) αποτελούν δημόσιο αγαθό, δεν καλύπτονται από πνευματικά δικαιώματα, αναπαράγονται ελεύθερα και από νομική και από πρακτική άποψη από όποιον το επιθυμεί, επομένως δεν χρειάζεται αγορά σπόρου κάθε χρόνο. Έχουν αντοχές και απαιτούν μικρές εισροές σε λιπάσματα και φυτοφάρμακα. Δεν δημιουργούν μεγάλες εξαρτήσεις στον αγρότη για ετήσια αγορά σπόρου και εισροών.
Υπάρχουν παραδοσιακές ποικιλίες με μεγάλη παραγωγή και καλά χαρακτηριστικά για εμπορική χρήση. Υπάρχουν και άλλες με μικρότερη απόδοση από τους σπόρους της βιομηχανίας. Είναι όλες κατάλληλες για το πολύ-λειτουργικό μοντέλο γεωργίας του μικρο-μεσαίου αγρότη, για μια μορφή ήπιας γεωργίας που δεν είναι εντατική.
Σε αντίθεση με τις ποικιλίες της βιομηχανίας, οι παραδοσιακές ποικιλίες των αγροτών έχουν ευρύτατη γενετική βάση δηλαδή φέρουν μεγάλο αριθμό γονιδίων. Είναι κατάλληλες για εποχές κλιματικής αλλαγής γιατί το εύρος των γονιδίων προσφέρει τη δυνατότητα προσαρμογής σε νέες συνθήκες ενώ ταυτόχρονα συνεισφέρουν τα μέγιστα στη διατήρηση της πολύτιμης αγροτικής βιοποικιλότητας.
Η δύναμη της ιδιωτικής βιομηχανίας σποροπαραγωγής αντανακλάται στη νομοθεσία
Τις τελευταίες δεκαετίες η βιομηχανία σποροπαραγωγής χαρακτηρίζεται από πολύ μεγάλη συγκέντρωση δύναμης. Οι μεγάλες εταιρίες συνεχώς εξαγοράζουν τις μικρές και τις μεσαίες, με αποτέλεσμα δέκα μόνο πολυεθνικές να ελέγχουν το 73% της παγκόσμιας εμπορικής διακίνησης σπόρων. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές από αυτές είναι και εταιρίες παραγωγής αγροχημικών ουσιών.
Μέσω
του ελέγχου της εμπορίας σπόρων προωθούν κυρίως τα χημικά τους
προϊόντα από τα οποία κερδίζουν πολύ περισσότερα χρήματα σε σχέση με
τους σπόρους.
Αυτές οι μεγάλες πολυεθνικές προσπαθούν να πάρουν και το μερίδιο αγοράς που ακόμα ανήκει στον αγρότη και στη δημόσια ιδιοκτησία. Προσπαθούν δηλαδή να ιδιωτικοποιήσουν το σύνολο της διακίνησης αγροτικών σπόρων περιορίζοντας αφενός τους παραδοσιακούς σπόρους στις Τράπεζες σπόρων και αφετέρου στερώντας στο σημερινό αγρότη τη δυνατότητα να προχωρήσει σε νέες καινοτομίες. Επιπλέον η δύναμη που έχει αποκτήσει η βιομηχανία σποροπαραγωγής επηρεάζει και το μοντέλο της γεωργίας που η κοινωνία επιλέγει για το μέλλον της (εντατική χημική ή ήπια πολυλειτουργική), αλλά και τα κριτήρια της γενετικής βελτίωσης (το είδος των ποικιλιών που τρώμε).
Αυτές οι μεγάλες πολυεθνικές προσπαθούν να πάρουν και το μερίδιο αγοράς που ακόμα ανήκει στον αγρότη και στη δημόσια ιδιοκτησία. Προσπαθούν δηλαδή να ιδιωτικοποιήσουν το σύνολο της διακίνησης αγροτικών σπόρων περιορίζοντας αφενός τους παραδοσιακούς σπόρους στις Τράπεζες σπόρων και αφετέρου στερώντας στο σημερινό αγρότη τη δυνατότητα να προχωρήσει σε νέες καινοτομίες. Επιπλέον η δύναμη που έχει αποκτήσει η βιομηχανία σποροπαραγωγής επηρεάζει και το μοντέλο της γεωργίας που η κοινωνία επιλέγει για το μέλλον της (εντατική χημική ή ήπια πολυλειτουργική), αλλά και τα κριτήρια της γενετικής βελτίωσης (το είδος των ποικιλιών που τρώμε).
Επιπτώσεις της νομοθεσίας στην αγροτική βιοποικιλότητα
Όλοι οι σπόροι για να κυκλοφορήσουν στο εμπόριο πρέπει να εγγραφούν σε επίσημο κατάλογο. Η εγγραφή απαιτεί διακριτότητα, ομοιομορφία και σταθερότητα, χαρακτηριστικά που αντιστοιχούν στη φύση των σπόρων της βιομηχανίας οι οποίοι έχουν ομοιομορφία και σταθερότητα λόγω της πολύ στενής γενετικής τους βάσης.
Αντίθετα οι «σπόροι των αγροτών» με πολύ ευρεία γενετική βάση, έχουν την ευεργετική δυνατότητα να προσαρμόζονται στις τοπικές συνθήκες άρα δεν είναι σταθεροί. Ο νομοθέτης θεώρησε αυτήν την ιδιότητα αρνητική και μέσω του καταλόγου, εξόρισε τους παραδοσιακούς σπόρους από την αγορά αφήνοντας ως άλλοθι κάποια παράθυρα και παρεκκλίσεις. Επιπλέον, η προϋπόθεση εγγραφής στον κατάλογο, έχει κόστος και γραφειοκρατικές διαδικασίες, που εύκολα μπορεί να αντιμετωπίσει μια πολυεθνική αλλά είναι δυσβάστακτες για τον αγρότη.
Οι επιπτώσεις της εφαρμογής αυτής νομοθεσίας έχουν αποδειχθεί καταστροφικές για τη βιοποικιλότητα. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, από τότε που εφαρμόσθηκε ο κατάλογος, χάθηκε το 72% των παλιών ποικιλιών. Στην Ελλάδα οι μετρήσεις δεν έχουν την ίδια χρονική ακρίβεια, υπάρχουν όμως σοβαρά στοιχεία που δείχνουν σημαντική απώλεια γενετικού δυναμικού, δηλαδή μείωση της αγροτικής βιοποικιλότητας.
Ο Νίκος Σταυρόπουλος, τέως διευθυντής της Τράπεζας γενετικού υλικού Θεσσαλονίκης, αναφέρει: «Το μέγεθος της γενετικής διάβρωσης στη χώρα είναι αποκαρδιωτικό. Πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει ότι μόνο το 1% των εντόπιων ποικιλιών σίτου και το 2-3% των ποικιλιών λαχανικών που υπήρχαν πριν 50 χρόνια στην Ελλάδα έχει διασωθεί υπό καλλιέργεια μέχρι τις ημέρες μας» . Όσον αφορά τους καινούριους σπόρους ο κ. Σταυρόπουλος γράφει: «Επικίνδυνος περιορισμός της γενετικής βάσης παρατηρήθηκε τα τελευταία 30 χρόνια σε όλες σχεδόν τις σημαντικές καλλιέργειες. Για πολλές από αυτές δεν χρησιμοποιούνται στη βελτίωση περισσότερο από το 5-10% της διαθέσιμης παραλλακτικότητας κάθε είδους».
Η μείωση της βιοποικιλότητας, εν μέρει οφείλεται στις αντιλήψεις της σύγχρονης γεωργίας και εν μέρει, στο στραγγαλισμό της εμπορικής κυκλοφορίας των παραδοσιακών ποικιλιών από το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο.
Τι μπορεί να κάνει ο πολίτης